
Ετυμο...λογικά!!!
Επειδή η ετυμολογία έχει... λογική!!!
Οι ρίζες των γλωσσών εντοπίζονται στα βάθη των αιώνων. Και η Ελληνική γλώσσα έχει ρίζες βαθύτατες, οι οποίες φανερώνονται μέσα από την ετυμολογία των λέξεών της. Κάθε λέξη ένα νόημα, κάθε νόημα μια λέξη. Ήδη μάλιστα από την αρχαιότητα ο Αριστοτέλης πρέσβευε πως το λέγεσθαι ταυτίζεται με το είναι. Σ' αυτή λοιπόν τη σελίδα συγκεντρώνω κάποιες λέξεις και την ιστορία τους στους αιώνες.
Ετυμολογία ελληνικών λέξεων:
επιδαψιλεύω (παρέχω με αφθονία)<αρχαίο επιδαψιλεύω<επί+δαψιλ(εύω)<δαψιλής (άφθονος)+παραγ.τέρμα -εύω
-
επιδόρπιο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του ελληνιστικού επιθέτου επιδόρπιος (προς χρήση μετά το γεύμα)<επί+δόρπ(ιον)< αρχαίο δόρπον που σημαίνει απογευματινό φαγητό. Ίσως συνδέεται με το αλβανικό darke (δείπνο)
-
ξάφνου< μεσαιωνικό εξάφνου <εξάφνω (κατά τα επιρρήματα σε -ου) <εξ-+αρχαίο επίρρημα άφνω, το οποίο συνδέεται με το επίρρημα αίφνης
-
μαύρος< ελληνιστικό μαύρος, υποχωρητικός σχηματισμός από το αρχαίο ρήμα μαυρόω-ώ<αμαυρόω-ώ<επίθετο αμαυρός (σκοτεινός,δυσδιάκριτος)
-
συνωστίζομαι<συν+αρχαίο ωστίζομαι (σπρώχνομαι)<ώστ(ης) αυτός δηλαδή που σπρώχνει<θέμα ωσ- του ωθώ+παραγωγικό τέρμα -της
-
έξη(συνήθεια)<αρχαίο έξις<θέμα εξ- από τον μέλλοντα έξ-ω του ρήματος έχω
-
αθώος<αρχαίο αθώος<αθώιος<α- στερητικό +θωή (ποινή)από μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος που απαντάστο ρήμα τί-θη-μι
-
φλοίσβος(ελαφρός παφλασμός νερού)<αρχαίο φλοίσβος [ήδη ομηρικό πρβλ. Ιλιάδα Ε. 469] (με παραγωγικό τέρμα -βος κατ' αναλογίαν προς λέξεις που δηλώνουν θόρυβο πχ. θόρυ-βος)<φλοισ-μός (απαντά ως β' συνθετικό) <αμάρτυρος τύπος φλοιδ-μός<θέμα φλοι-δ-, επεκτεταμένη μορφή μεταπτωτικής βαθμίδας του Ινδοευρωπαϊκού bhel- (φουσκώνω, διογκώνω).
Αντιδάνεια:
λιμάνι<τουρκικό liman<ελληνιστικό λιμένιον
μπόρα<βενετικό bora< αρχαίο βορέας\βορράς
μπάνιο<ιταλικό bagno< αρχαίο βαλανείον
παρλάρω<ιταλικό parlare<αρχαίο παραβολή
σενάριο<ιταλικό scenario<αρχαίο σκηνή
μπαλλέτο<ιταλικό balleto<αρχαίο βαλλίζω
πλατό<γαλλικό plateau<αρχαίο πλατύς
κορδέλα<βενρτικό cordela<αρχαίο χορδή
λάμπα<γαλλικό lampe<αρχαίο λαμπάς-άδος
κορδώνομαι<λατινικό chorda< αρχαίο χορδή
Πηγή: ετυμολογικό λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας του Γεωργίου Μπαμπινιώτη
© Copyright 2013 http://danaedanc8.wix.com/thalassiosfloisvos All rights reserved.