top of page

Το τετράδιό μου

Κι επειδή δεν υπάρχει μόνο η ποίηση, αλλά πολλές φορές οι λέξεις ζητούν διέξοδο με οποιονδήποτε τρόπο, εδώ έχω συγκεντρώσει κάποια από τα αγαπημένα μου πεζά κείμενα που έχω γράψει. 

                                                                                   

 

 

 

 

                                                                       Άρωμα σχολείου

   

 

                    Παρασκευή. Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013. Μία ημερομηνία που μοιάζει με τις άλλες. Όμως δεν είναι όμοια. Τουλάχιστον για εμένα.                                                                                                      

    Παρασκευή. Σήμερα πήγα στο σχολείο. 5 Ιουλίου 2013. Παρ’ όλο που είναι καλοκαίρι. Μόνο που υπάρχουν δύο διαφορές σε σχέση με τις άλλες φορές που πηγαίνω στο σχολείο. Η πρώτη είναι πως πήγα ενώ είναι καλοκαίρι. Η δεύτερη;  Πήγα στο σχολείο για τελευταία φορά ως μαθήτρια.                                                                                                                                                                                                                        Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο μου μύρισε η θάλασσα. Γυρνώ το βλέμμα μου σ’ αυτή. Απ’ το σχολείο φαίνεται καλύτερα από κάθε άλλο σημείο της πόλης.  Απ’ το σχολείο φαίνεται πιο όμορφη. Ή έτσι φαίνεται σ’ εμένα. Παίρνοντας το βλέμμα μου από τη θάλασσα, μπαίνω στο σχολικό κτήριο. Άδειο. Μόνο οι απόηχοι από παιδικές φωνές, εφηβικές σκέψεις, χαρούμενες συνομιλίες αντηχούν στον άδειο χώρο. Διασχίζω το διάδρομο. Τα βήματά μου αντηχούν πιο δυνατά απ’ τις φωνές και προσπαθούν να με κρατήσουν στην πραγματικότητα. Πλησιάζω το γραφείο της διευθύντριας…

       Δεν έχει περάσει πολλή ώρα. Εμένα όμως μου φάνηκε πως ο χρόνος είχε σταματήσει στο άδειο σχολείο. Ή πως κυλούσε διαφορετικά. Βγαίνω απ’ το γραφείο με ένα ‘’καλό καλοκαίρι’’ στ’ αυτιά μου  και ένα χαρτί στα χέρια μου. Το χαρτί που μου υπέδειξε ότι πια δεν είμαι μαθήτρια.  Ότι πια δεν ανήκω εδώ. Το οριστικοποιημένο μηχανογραφικό δελτίο μου. Με μια σχολή να φιγουράρει πάνω-πάνω νοιώθοντας ίσως πιο σίγουρη από εμένα –άλλωστε ό,τι βρίσκεται στο χαρτί είναι πιο σίγουρο απ’ ό,τι βρίσκεται στις σκέψεις μας-: η φιλολογία Αθήνας.                                                                                                                                                                                                                         Και να που σε μια ιδιαίτερη ημέρα, αλλά φαινομενικά όμοια με τις άλλες κρατώ στα χέρια μου ένα απλό χαρτί. Ένα χαρτί όμως τόσο ιδιαίτερο. Το κοιτάζω ξανά και ξανά: τα στοιχεία μου, οι επτά σχολές της επιλογής μου –με την πρώτη όμως να αποτελεί τον μοναδικό στόχο μου- ο χαρακτηρισμός μαθήτρια. Και πίσω απ’ όλες αυτές τις λέξεις, το όνειρό μου. Το όνειρό μου να γνωρίσω τη γλώσσα, να γίνω φιλόλογος. Ένα όνειρο που χρόνια φώλιαζε μέσα μου και τώρα ετοιμάζεται να εμφανιστεί μπροστά μου αληθινό, με σάρκα και οστά και τη μορφή ενός πανεπιστημίου, μέσα από ένα μόνο χαρτί. Σα να ξέχασα ξαφνικά τα τόσα χρόνια σχολείου. Σαν οι πανελλήνιες να διαγράφηκαν σε μια στιγμή.                                                                                                                                                                                                                                            Διασχίζω τον άδειο διάδρομο. Ακούω μόνο τα βήματά μου. Ξαφνικά μου έρχονται στο μυαλό εικόνες. Εικόνες από τα τόσα σχολικά χρόνια. Ξαφνικά νοιώθω ό,τι τόσο καιρό με κατέκλυζε αλλά μετά τις πανελλήνιες το ξέχασα: άγχος, κλάματα, διαγωνίσματα, ατελείωτες διαδρομές μ’ ένα βιβλίο στο χέρι –άλλοτε γραμματικής, άλλοτε βιολογίας- αλλά και γέλια, σκέψεις, συναισθήματα, φωνές. Φωνές· φωνές οι οποίες όμως ξεμακραίνουν. Κι αντηχούν από κάπου μακριά. Αντηχούν στους άδειους διαδρόμους. Αντηχούν στο μυαλό μου. Αντηχούν στις αναμνήσεις μου. Τα βήματά μου με επαναφέρουν βίαια στην πραγματικότητα. Και ακροβατώ ανάμεσα στις αναμνήσεις και την πραγματικότητα. Όμως σιγά-σιγά η ομίχλη των αναμνήσεων χάνεται απ’ τα μάτια μου. Λίγο πριν φύγω απ’ το σχολείο παίρνω μια βαθειά ανάσα. Πώς δεν το είχα προσέξει τόση ώρα; Το άρωμα του σχολείου με διαπερνά. Διαπερνά το σώμα μου, τις σκέψεις μου, την καρδιά μου. Μυρίζει πιο έντονα από ποτέ.                                                                                                                                                                                                                                Δεν ξέρω πόση ώρα στέκομαι καθηλωμένη απ’ τη μυρωδιά του σχολείου και των αναμνήσεων. Πρέπει όμως να φύγω. Παίρνω μια τελευταία ανάσα  και το άρωμα του σχολείου με κατακλύζει. Ξέρω πως μόλις βγω έξω θα το ξεχάσω. Γιατί τα αρώματα αν μείνουν στο μυαλό μένουν μόνο συνδεδεμένα με αναμνήσεις και με τα χρόνια ξεθωριάζουν, σα χρώματα στο αγαπημένο ρούχο των παιδικών μας χρόνων. Δεν θα ξεχάσω όμως τις αναμνήσεις.  Γιατί αυτές μένουν για πάντα. Και μένουν για πάντα γιατί δεν βρίσκονται χαραγμένες στο μυαλό αλλά στην καρδιά.                                                                                                                                                                                                                           Πλησιάζω την πόρτα. Για μια στιγμή στέκομαι ακίνητη. Τελευταία φορά βγαίνω απ’ το σχολείο σαν μαθήτρια. Κι ανοίγω την πόρτα. Αμέσως η αρμύρα με καλωσορίζει σ’ έναν καινούριο κόσμο. Κοιτάζω το άδειο σχολείο, και ξανακοιτώ τη θάλασσα. Αφήνω την πόρτα να κλείσει πίσω  μου καθώς βγαίνω. Απομακρύνομαι και η πόρτα κλείνει. Κλείνει φυλακίζοντας μέσα τις φωνές, τις εφηβικές σκέψεις, τα συναισθήματα, τις αναμνήσεις. Και τη μυρωδιά του σχολείου. Κι απομακρύνομαι.  Όλα αυτά όμως μένουν εκεί. Κλεισμένα στο σχολείο. Μέχρι κάποια στιγμή να επιστρέψω. Γιατί και το Σεπτέμβριο, που οι πόρτες πάλι θ’ ανοίξουν αυτά θα είναι πάλι φυλακισμένα εκεί μέσα. Γιατί είναι οι δικές μου αναμνήσεις, τα δικά μου συναισθήματα. Οι εικόνες του σχολείου διαμορφωμένες μέσα από τα δικά μου μάτια. Αλλαγμένες μέσα από την δική μου ψυχή. Μένουν λοιπόν εκεί μέσα μέχρι να επιστρέψω ως καθηγήτρια, ως μαμά, ως απλή επισκέπτρια, και όλα να ξεχυθούν. Να ξεχυθούν με μανία όταν θα ανοίξω την πόρτα. Με μεγαλύτερη μανία απ’ ότι αν επιστρέψω τώρα. Με τη μανία του φυλακισμένου που χρόνια μετά τη φυλάκισή του δίνεται η ευκαιρία να βγει και πάλι στον κόσμο.  Με τη μανία των αναμνήσεων που φυλακισμένες για χρόνια έρχονται κάποια στιγμή στην επιφάνεια, όταν η πόρτα ανοίγει –με μια συνάντηση ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα.                                                                                                                                                                                                                                       Έχω απομακρυνθεί απ’ το σχολείο μπερδεμένη στις σκέψεις μου. Τώρα συνειδητοποιώ ότι φεύγοντας δεν κοίταξα πίσω. Αγνόησα τις αναμνήσεις που με καλούσαν, έστω και ασθενικά. Τώρα, μακριά από αυτές, από τις αναμνήσεις που θολώνουν τα μυαλό με νοσταλγία, θολώνουν τα μάτια με δάκρυα, συνειδητοποιώ ότι έφυγα απ’ το σχολείο. Πριν φύγω όμως έδωσα μια και μόνο υπόσχεση: θα ξαναγυρίσω…

 

                                ΥΓ. Το μηχανογραφικό μου μπήκε στο φάκελο με τους ελέγχους. Έλεγχοι από την πρώτη δημοτικού μέχρι και την Τρίτη λυκείου με το απολυτήριο να ακολουθεί και το μηχανογραφικό να δίνει ένα τέλος στην προσθήκη ελέγχων. Να κλείνει έναν κύκλο ζωής.      

 

                                                                                                                                                                     Δανάη  (5\7\2013)                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                   

                                                          

                                                                                  Ο δρόμος για το τέλος

 

   Ήταν μια παράξενη ημέρα. Ενώ η ζέστη επικρατούσε, οι άνθρωποι με σκυμμένα τα κεφάλια,  τυλιγμένοι στη σιωπή και τη θλίψη, κρύωναν. Ενώ ο ήλιος φώτιζε τον ουρανό, σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Ενώ τα μάτια ήταν ανοικτά, κανείς δεν έβλεπε τί γινόταν. Τί γινόταν σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο. Σε μια πλατεία άδεια από ζωή.                                                                                                                            Άνθρωποι ήταν μαζεμένοι στην πλατεία αυτή. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, που μετά από την ανακοίνωση μαζεύτηκαν εκεί. Μαζεύτηκαν σε μια πλατεία σκοτεινή, γεμάτη λύπη.  Μαζεύτηκαν μια μέρα σκοτεινή. Μια μέρα που για πάντα έμελλε να αλλάξει τη ζωή τους. Μια ζωή που για κάποιους δεν είχε νόημα. Πολλές ζωές , πολλές ψυχές, πολλοί άνθρωποι. Ο καθένας με τη δική του προσωπικότητα, που για κάποιους δεν έπρεπε να υπάρχουν. Για κάποιους οι οποίοι δεν είχαν συναισθήματα, δεν είχαν ψυχή. Δεν ήταν άνθρωποι.                                                                                                                                                                                                           Έτσι προέκυψε αυτή η συγκέντρωση. Μετά από την ανακοίνωση αυτή τη απάνθρωπη: « Όσοι στο γένος είστε Εβραίοι, να παρευρεθείτε αύριο στην πλατεία». Να μαζευτούν στην πλατεία, όσοι είχαν απομείνει. Να μαζευτούν στην πλατεία όσοι δεν μπορούν να αντιταχθούν. Σαν το τέλος τους να ήταν προδιαγεγραμμένο. Και έτσι, υποκινούμενοι από μια δύναμη την οποία ήταν αδύνατο να αγνοήσουν, βρέθηκαν στην πλατεία. Υποκινούμενοι από το φόβο. Το φόβο.                                                                                                   Έτσι βρέθηκαν στην πλατεία. Άντρες, γυναίκες παιδιά. Παιδιά που φώναζαν, παιδιά που έκλαιγαν. Παιδιά που φοβόντουσαν. Και γονείς που σκέφτονταν μόνο αυτό: να βοηθήσουν τα παιδιά τους να επιζήσουν ως το τέλος.                                                                            Μόνο ένα κορίτσι ήταν μόνο του. Ένα κορίτσι μικρό που μες την κοσμοσυρροή και τον πανικό, άφησε το χέρι της μητέρας του. Ένα χέρι που με αγάπη το κρατούσε. Ένα χέρι που έδειχνε με ένα του άγγιγμα την αγάπη της μητέρας. Το μητρικό χέρι.                                                                                                                                                                                                                            Τώρα όμως το χέρι χάθηκε.  Το κορίτσι μες τον πανικό που η ίδια δεν καταλάβαινε γιατί επικρατούσε, είχε σκύψει για να μαζέψει ένα λουλούδι. Ένα τριαντάφυλλο. Ένα τριαντάφυλλο κόκκινο σαν το αίμα. Ένα τριαντάφυλλο κομμένο. Τότε άφησε για μία, μία μόνο στιγμή το χέρι της μητέρας της. Και χωρίς να καταλάβει πότε, πώς, απομακρύνθηκε. Και ένοιωσε μόνη της. Μια μοναξιά που πρώτη φορά ένοιωθε. Ένοιωσε πως χάθηκε όχι μόνο η μητέρα της, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος μαζί με αυτήν.Αμέσως κατάλαβε τί συνέβαινε. Αμέσως αισθάνθηκε την κακία του κόσμου. Αμέσως κατάλαβε πως ήταν μόνη.                                                                                                              Κοίταξε το τριαντάφυλλο. Τώρα πια δεν ήταν κόκκινο. Τώρα ήταν ένα τριαντάφυλλο ξερό. Ένα τριαντάφυλλο τόσο μαραμένο. Τώρα πια όπου τα πάντα είχαν χαθεί. Μαζί με το χρώμα του λουλουδιού.                                                                                                                         Κάποια στιγμή το κορίτσι δεν άντεξε άλλο. Γονάτισε, κάθισε κάτω και άρχισε να κλαίει. Να κλαίει με δάκρυα που σαν ποτάμια ορμητικά κυλούσαν από τα κόκκινα αθώα ματάκια της.  Ένοιωσε  πια πως όλα είχαν χαθεί. Μέχρι που σταμάτησε να νοιώθει.                                                                                                                                                                                                                             Τότε ένα χέρι ένοιωσε να την αγγίζει. Να την αγγίζει και να την τραβάει από τη μοναξιά της. Ένα χέρι ζεστό μες στην κρύα εκείνη ημέρα. Ένα χέρι άσπρο μες στο μαύρο τοπίο. Το κορίτσι σηκώνει τα μάτια. Δυο μάτια κόκκινα, δυο ματάκια βουρκωμένα. Δυο ματάκια παιδικά, που τόσο πόνο είχαν νοιώσει.                                                                                                                                                              Από πάνω της στεκόταν μια κοπέλα. Μια κοπέλα με ένα βλέμμα γλυκό, γεμάτο καλοσύνη.  Το κορίτσι χάθηκε μες στα ζεστά μάτια της κοπέλας. Νοιώθει κάτι που καιρό είχε να νοιώσει. Νοιώθει αγάπη. Νοιώθει συμπόνια. Γιατί η κοπέλα την καταλάβαινε. Είχαν και οι δυο την ίδια μοίρα. Έτσι το κορίτσι σηκώνεται και ακολουθεί την κοπέλα. Νοιώθοντας την αγάπη. Νοιώθοντας έτοιμη να ακολουθήσει τη μοίρα της που μέχρι τώρα την καταδίωκε. Να την ακολουθήσει με τα μάτια ανοιχτά.

                                                                                                 ***  

            Λίγη ώρα αργότερα, η κραυγή του τραίνου αντηχεί στην πλατεία. Μια κραυγή δυνατή μα, που μέσα της έκρυβε τον πόνο. Η κραυγή αντηχεί στις καρδιές των ανθρώπων. Αντηχεί στην ψυχή τους.  Όλοι αρχίζουν να κατευθύνονται προς το τραίνο ωθούμενοι από αυτή τη δυνατή χωρίς οίκτο κραυγή του. Όλοι πλησιάζουν, μαζί και το κορίτσι με την κοπέλα.                                                                                     Και μπαίνουν σ’ ένα τραίνο. Σε ένα τραίνο με κατεύθυνση το τέλος. Σε ένα τραίνο με κατεύθυνση το Άουσβιτς.  

 

                                                                                                                                                     Δανάη (2011)

                                                                                  Περίπατος στο λιμάνι

 

Πάντα μου άρεσε η ώρα του δειλινού. Τότε που δύει ο ήλιος και ο ουρανός βάφεται κόκκινος. Κι αν υπάρχουν σύννεφα βάφονται κι αυτά στο χρώμα της φωτιάς. Αυτήν την ώρα μου αρέσει να βρίσκομαι στο λιμάνι και να βλέπω τις τελευταίες ακτίνες του ηλίου να κολυμπούν πάνω στην κόκκινη θάλασσα. Κόκκινη θάλασσα… νόμιζα πως μου άρεσε μόνο όταν είναι γαλάζια. Αλλά τελικά όλα τα χρώματα της πηγαίνουν. Ακόμη κι αυτό της μοναξιάς: το έντονο κόκκινο.                                                                                                                                                                                                             Την ώρα εκείνη λοιπόν μ’ αρέσει να κάνω βόλτα στο λιμάνι. Χωρίς να έχω στο μυαλό μου έναν προορισμό. Θέλω μόνο να περπατώ και να ακούω τον ήχο των κυμάτων καθώς σκάνε στα βράχια ή καθώς αγγίζουν απαλά -όταν η θάλασσα είναι ήρεμη- την άμμο. Τότε είναι που δεν σκέφτομαι τίποτα. Ή σκέφτομαι τόσα πολλά και τόσο μπερδεμένα μεταξύ τους με το μυαλό θολωμένο απ’ τη θάλασσα. Γιατί η θάλασσα, όσο γαλήνια ή φουρτουνιασμένη κι αν είναι έχει την ιδιότητα να παγώνει τη σκέψη, να μπερδεύει τις λέξεις, τα συναισθήματα. Να θολώνει το μυαλό και να παρασύρει το νου πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό είναι καλό ή κακό για τον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν η θάλασσα σαν μεγάλη μάγισσα του νου τον μπερδεύει για να βοηθήσει τον άνθρωπο να ξεχαστεί απ’ τα προβλήματα που τον απασχολούν ή αν απλώς της αρέσει να μαγεύει και να προκαλεί  ένα αίσθημα παράξενο σε αυτόν που σαγηνεύει.                                                                                                                                                                                                Έτσι συνεχίζω να περπατώ μόνη μου, πλάι στη θάλασσα, μαγεμένη και έχοντας πια χάσει την επαφή με την πραγματικότητα -παράξενη η επιρροή της θάλασσας στην ψυχή και το μυαλό του ανθρώπου: ενώ θολώνει το μυαλό, καθαρίζει την ψυχή. Έτσι περπατώ για ώρα στο λιμάνι μέχρι που φεύγω από αυτό. Περπατώ και χάνομαι όλο και πιο βαθειά στις σκέψεις μου. Και η θάλασσα συνεχίζει να παίζει το ρυθμό της. Ένα ρυθμό, φόντο στις μπερδεμένες σκέψεις. Η θάλασσα, μια μάγισσα του νου. Μια δύναμη που σε μαγεύει. Μα και ένα όνειρο ανάμεσα στους εφιάλτες. Η πρώτη ύλη για το όνειρο και ταυτόχρονα το ίδιο το όνειρο…

 

                                                                                                                                 Δανάη

                                                                                       Στο έλεος του ανέμου       

          

         Μπαμ! Η βόμβα έσκασε δίπλα του. Τρόμαξε  κουλουριάστηκε και έκλεισε τα μάτια. Ακούστηκε άλλος ένας κρότος και μια ακόμη έσκασε λίγα μέτρα μακριά του. Άρχισε να κλαίει. Ήταν εξαντλημένος  και τον πήρε ο ύπνος.

        Τα τελευταία δύο, όχι τρία χρόνια, όχι… είχε χάσει το λογαριασμό. Από τότε που άρχισε ο πόλεμος, η ζωή του είχε αλλάξει εντελώς. Όλη του την ημέρα την περνούσε σε μια γωνιά στο χαράκωμα. Οι ώρες δεν κυλούσαν. Είχε  χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ζούσε μόνο για να πολεμάει. Μέχρι λίγο καιρό πριν ήλπιζε πως ο πόλεμος θα τελειώσει. Ήλπιζε τότε. Τώρα προσπαθούσε μόνο να κρατήσει την ελπίδα ζωντανή.

         Ξύπνησε. Πόση ώρα κοιμότανε; Ιδέα δεν είχε. Το στομάχι του διαμαρτυρόταν. Έψαξε να δει τι του είχε απομείνει από το ψωμί του. Τι να δει δηλαδή… Τρεις φέτες είχε μόνο. Τρεις ξερές, γεμάτες χώμα, φέτες μπαγιάτικου ψωμιού.

        Έψαξε στις τσέπες του. Βρήκε μόνο ένα μολύβι και ένα κομμάτι χαρτί. Έγραψε την πρώτη λέξη που του ήρθε στο μυαλό. Την κοίταξε, την ξανακοίταξε και αναστέναξε. Ααχ… Σηκώθηκε. Τα πόδια του έτρεμαν. Ίσα που τον στήριζαν. Τέντωσε το χέρι του και άφησε το χαρτί στο έλεος του ανέμου…

 

        Με το που άφησε το χαρτί, αυτό άρχισε ν απομακρύνεται. Μια ριπή ανέμου το ανέβασε ψηλά. Από κάτω του απλωνόταν το πεδίο της μάχης. Μια λέξη το χαρακτήριζε: χάος. Οι βόμβες, οι οποίες έπεφταν σαν βροχή, είχαν γεμίσει το στρατόπεδο με νεκρά κορμιά. Όσοι κατάφερναν να τις αποφύγουν πάταγαν τη σκανδάλη του όπλου τους     με μανία ρίχνοντας ανελέητα τις σφαίρες τους αυξάνοντας έτσι τον αριθμό των νεκρών. Πού να ήξεραν ότι άμα συνέχιζαν έτσι ο πόλεμος θα έληγε όταν όλοι θα είχαν σωριαστεί δίνοντας τη ζωή τους για να βοηθήσουν τα συμφέροντα των ‘μεγάλων’.

         Ένα πουλί που πέταγε εκεί κοντά βλέποντας το χαρτί αύξησε ταχύτητα και το έπιασε με το ράμφος του. Το πουλί ήταν ένα περιστέρι. Ένα άσπρο περιστέρι. Καθώς πέταγε πάνω από το στρατόπεδο ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του. Κλαίνε τα πουλιά;

                                                                                                                      

Το περιστέρι απομακρύνθηκε από το στρατόπεδο. Πέταξε πάνω από τα βουνά που το κύκλωναν και έφυγε προς το βορρά.

          Τώρα από κάτω του εκτεινόταν μια πεδιάδα. Μια πεδιάδα πράσινη, φωτεινή. Συνέχισε να πετάει. Πέρασε πάνω από ποτάμια, έλη αλλά και χωριά. Εκεί οι άνθρωποι ζούσαν ξέγνοιαστοι. Έβοσκαν τα πρόβατά τους, νοιάζονταν για τους συνανθρώπους τους. Όμως δεν ήξεραν τι συνέβαινε έξω από τα όρια του τόπου τους. Γι’ αυτό και ήταν ευτυχισμένοι.

         Κάποια στιγμή το περιστέρι έφτασε πάνω από τη θάλασσα. Αχ, η θάλασσα… Πόσο μοιάζει με τη ζωή του ανθρώπου. Εκεί που είναι ήρεμη, ξαφνικά ταράζεται και όταν είναι ταραγμένη, έτσι στα ξαφνικά ηρεμεί. Και τα πλοία είναι στο έλεός της. Όπως η ύλη, το σώμα του ανθρώπου. Είναι στο έλεος της ζωής χωρίς να μπορούν να την αλλάξουν και να την καθορίσουν στα σκαμπανεβάσματα της.

         Το περιστέρι συνέχισε να πετάει. Και έφτασε πάνω από την μεγαλούπολη. Ουρανοξύστες, αυτοκίνητα, καυσαέριο, φασαρία. Οι άνθρωποι είναι σα να μην έχουν αισθήματα. Κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους χωρίς να μπορούν να αυτοκαθοριστούν. Μόνο σκύβουν το κεφάλι και υπακούνε.

        Το περιστέρι, κουρασμένο απ’ το μεγάλο ταξίδι, κάθισε σε μια κολώνα να ξεκουραστεί. Χωρίς να το καταλάβει, άνοιξε το ράμφος του. Αμέσως το χαρτί που κράταγε έφυγε από το στόμα του. Και το πήρε ο άνεμος. Ήτανε πάλι στο έλεός του.

                 

        Δύο στενά πιο κάτω, ένας φτωχός ζητιάνος κουρασμένος και    πεινασμένος έγειρε να κοιμηθεί. Βλέποντας όμως ένα χαρτί να προσγειώνεται μπροστά του τέντωσε το χέρι να το πιάσει. Ήταν ένα τσαλακωμένο και ταλαιπωρημένο χαρτί τυλιγμένο στα δύο. Το άνοιξε. Μέσα έγραφε μία μόνο λέξη: ελπίδα.

       Ελπίδα. Παράξενη λέξη. Κάποτε την ήξερε. Όμως είχε καιρό να τη χρησιμοποιήσει. Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Σήκωσε το κεφάλι και είδε ένα κορίτσι γύρω στα επτά να του χαμογελάει και να του τείνει το χέρι κρατώντας κάτι. Άπλωσε και αυτός το χέρι του. Το κοριτσάκι άφησε στη χούφτα του αυτό που κρατούσε και έφυγε για να πιάσει το χέρι της μαμάς του που την περίμενε. Καθώς απομακρυνόταν τον κοίταξε και του χαμογέλασε μέχρι που χάθηκε  εντελώς. Ο ζητιάνος κοίταξε το χέρι του. Το κοριτσάκι του είχε αφήσει ένα άσπρο περιστέρι.                                                                                                                                                                                            Κοίταξε το σημείο απ’ όπου είχε φύγει το κορίτσι. Ξάφνου ένα κύμα χαράς ένιωσε να τον πλημμυρίζει. Στη στιγμή τα σύννεφα που έκρυβαν τον ήλιο έφυγαν από μπροστά του. Μια ηλιαχτίδα φώτισε το πρόσωπό του. Σηκώθηκε όρθιος. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Ένα χαμόγελο που χρόνια είχε να φανεί. Ξανακοίταξε το περιστέρι. Το πουλί του ανταπόδωσε το βλέμμα. Ωχ! Το ένα του μάτι… όχι δεν μπορεί… το ένα του μάτι φαίνεται δακρυσμένο. Κλαίνε τα πουλιά; Άπλωσε το χέρι του και το χάιδεψε. Το περιστέρι γουργούρισε ευτυχισμένο. Ύστερα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε. Ο ζητιάνος το κοίταζε που απομακρυνόταν. Από όπου πέρναγε το περιστέρι, ο ουρανός γέμιζε φως. Ξανακοίταξε το χαρτί. ‘Ελπίδα’. Ναι, τώρα την ξέρει αυτή τη λέξη. Την βρήκε στα μάτια του παιδιού, στα δάκρια του περιστεριού. Όπως και τον εαυτό του.

 

      Πολλά χιλιόμετρα μακριά από τη μεγαλούπολη, ένας στρατιώτης πολεμούσε. Ξαφνικά μες στο μαύρο τοπίο του πολέμου ένα λευκό φτερό εμφανίστηκε. Μια άσπρη σημαία σηκώθηκε από το αντίπαλο στρατόπεδο. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Ο στρατιώτης σηκώθηκε. Ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Δειλά μα με σταθερό βήμα οι εχθροί πλησίασαν μεταξύ τους. Οι εχθροί… γιατί εχθροί; Ποιος αποφάσισε ότι είναι εχθροί; Πάντως όχι αυτοί.

       Πλησίασαν κι άλλο. Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν  και έδωσαν τα χέρια. Το μήνυμα που είχε στείλει έφτασε και σε αυτούς. Ο πόλεμος είχε τελειώσει.                                             

 

                                                                                                                               Δανάη (Μάιος 2010)

 

           

© Copyright 2013 http://danaedanc8.wix.com/thalassiosfloisvos  All rights reserved.

bottom of page